«Ο Ουρανός και η Γη, δουλειά δεν είχανε, παιδιά κάνανε ... Να, λοιπόν γεννοβόλημα ο Ουρανός, αλλά όσο γένναγε δεν τάβλεπε καλά τα πράγματα. ... Ο Ουρανός τα μυριζότανε. Τούτα τα σκατόπαιδα, κάποτε θα του κάνουνε κανά χουνέρικαι τόνε ρίξουνε ... τα πέταγε, λοιπόν, στα έγκατα της γης και τάφηνε κει πέρα να μην του χαλάνε τη μανέστρα.
Η Γαία, όμως, μάνα ήτανε και της κακοφαινότανε να γεννάει ασταμάτητα και να μην έχει παιδί δίπλα της. Είδε κι απόειδε, φαίνεται βαρέθηκε και τον Ουρανό, όλο τα ίδια και τα ίδια, έπιασε και σκάρωσε ένα μεταλλικό δρεπάνι ... και πήγε κι αντάμωσε τα παιδιά της.
- Ξέρετε τι θα του κάνω αυτουνού;
- Θα του κόψω ... «πάσαν πατρότητος ελπίδα» ...
Φρικιάσανε τα παιδιά, «όχι, δεν γίνονται τέτοια», πετάχτηκε όμως ο νεώτερος, ο Κρόνος, και λέει, «Εγώ».
Τα συμφωνήσανε μάνα και γιος, κι ένα βράδυ ... ο Κρόνος, του έκοψε ότι ήτανε να κοπεί. ... Ο Ουρανός δεν πέθανε μ’ όλη τη λαχτάρα πούπαθε ... άλλα ο Κρόνος έγινε Βασιλεύς ... και πήρε τη Ρέα για γυναίκα του.
Ο Κρόνος και το Ρεάκι αρχίσανε κι αυτοί την παιδοποιΐα. ... Αλλά ο Κρόνος δεν ήτανε κορόιδο να τα ρίχνει στον Τάρταρο τα παιδιά. Σου λέει, Τάρταρος είναι αυτός. Ξέρω ‘γω, μη βρεθεί κάνα δρεπάνι και βγει κάνας μούλος και μου ανάψει δουλειές ...
Μόλις γεννιόντουσαν, λοιπόν, φώναζε τη γυναίκα του:
- Γεννήσατε μανδάμ;
- Ναι.
- Φέρτο να το δω κι εγώ.
Τόφερνε η Ρέα τυλιγμένο το μωρό, άνοιγε το στόμα του ο Κρόνος και το ... κατάπινε.
Ό,τι πάθαινε η Γαία, τα πάθαινε και χειρότερα η Ρέα. Στεναχωριότανε, λοιπόν, πολύ, κι άμα ξανάμεινε έγκυος, πάει στους γονείς της.
- Τι θα γίνει; Θα μου το φάει κι αυτό.
- Να πας να γεννήσεις στη Κρήτη. Της λέει ο πατέρας της. Πάει στην Κρήτη η Ρέα, γεννάει, κρύβει το παιδί, μετά παίρνει μια θεοκοτρώνα, την τυλίγει στις φασκιές και το πάει του Κρόνου.
- Θα το φάτε;
- Αμ τι θα το κάνω;
- Καλή όρεξη.
Καταπίνει την κοτρώνα ο Κρόνος και του κάθησε στο στομάχι ...
- Καλά έκανα και τον έφαγα, αυτός θάβγαινε σκληρός.
Το παιδί το λέγανε Δία και μεγάλωσε κρυφά στην Ίδη ...
Μεγάλωνε ο Δίας με γάλα και με νέκταρ, γινότανε δυνατός και θαρραλέος, τίποτα δεν λογάριαζε παρά μόνο πώς να πάρει την εξουσία από τον μπαμπά του, τον γέρο Κρόνο.
Σηκώθηκε, λοιπόν, το Διάκι, να πα να τα βάλει με τον πατέρα του. Η Γαία, σαν μάνα, τον κανακάρη της υποστήριζε.
- Παραιτείσαι με το καλό, υπέρ του υιού υμών, Κύριε;
- Δεν φταίει κάνας άλλος. Φταίω εγώ που δεν τον κατάπια.
Είχε καταπιεί όμως τ’ άλλα του παιδιά και ο Ζευς προμηθεύτηκε εμετικό.
Κοιμότανε ο Κρόνος με ανοιχτό το στόμα. Ζυγώνουνε, στις άκρες των ποδιών με τη Γαία και του χύνουν το φάρμακο στον καταπιώνα του. ... Τάβγαλε όλα. Πρώτα τη πέτρα ... και μετά τα παιδιά του. Φυσικά τα παιδιά, θεοί ήτανε, δεν είχανε πεθάνει, και πήγανε στο αδελφάκι τους τον ελευθερωτή.
- Εσύ μας έβγαλες, να σε κάνουμε αρχηγό μας.
Ζορίστηκε κι ο Κρόνος με όλες του τις φύτρες εναντίον του ... απεσύρθη της εξουσίας και έμεινε ιδιωτεύων».
(Νίκου Τσιφόρου, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, εκδ. Ερμής 1986, σελ. 9-40).
Ο Ουρανός και ο Κρόνος ξεπάστρευαν τα τέκνα τους για να μην χάσουν το βασίλειο τους. Ο Αγαμέμνωνας θυσίασε τη κόρη του την Ιφιγένεια για να πάνε καλά οι δουλειές των Αχαιών. Κι ο Αβραάμ καλέστηκε να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο του.
Το νόημα της θυσίας του Αβραάμ έγκειται εις το ότι ούτος εν τω γήρατι αυτού, τοσούτον προσεκολλήθη εις τον «κατ’ επαγγελίαν υιόν» αυτού Ισαάκ, ώστε η προς τον Θεόν αγάπη αυτού απώλεσε το πλήρωμα αυτής. Ίνα και πάλιν η προς τον Θεόν αγάπη αποβή ο «ακρογωνιαίος λίθος» της ζωής αυτού, ο Αβραάμ ώφειλε να προσφέρη θυσίαν: να σφαγιάση τον ηγαπημένον υιόν. Ότε όμως εσωτερικώς συνετελέσθη η πράξις αύτη τότε ο θάνατος του Ισάακ δεν ήτο αναγκαίος: Ηδύνατο ούτος να παραμείνη πλησίον του πατρός αυτού.
Δεν είναι δυνατόν να μη αγαπώμεν τον κόσμον, αλλ’ όταν η έλξις προς τον αυτόν υπερβαίνη την αγάπην ημών προς τον Θεόν, τότε οφείλομεν να ανεύρωμεν εν εαυτοίς δυνάμεις και να μιμηθώμεν τον Αβραάμ: Να λάβωμεν εις τας χείρας πυρ και μάχαιραν και να προσφέρωμεν ως θυσίαν παν πολύτιμον εις ημάς, χάριν του θριάμβου της αγάπης του Θεού εν ημίν (βλ. Γέν. κβ’ 6).
(Αρχιμ. Σωφρονίου, ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ, σελ. 383, 159).
Το ίδιο ακριβώς πρότυπο ισχύει και για την σχέση κάθε δημιουργού με τα δημιουργήματα του, με τα έργα των χειρών, με τα «παιδιά» του. Ο δημιουργός, για να μη χάσει τη δημιουργικότητα του, για να μη στερέψει η έμπνευση μέσα του, για να μην χάσει το «βασίλειο» του, για να μην απολέσει τον «δαίμονα» του, το τζίνι του, πρέπει να εξολοθρεύει τα παιδιά του, τα έργα των χειρών ή του μυαλού του, πρέπει να απελευθερώνεται από το μέχρι πρότινος έργο του. Αν αφήνει τα «παιδιά» του να «ζουν», θα του ρημάξουν το «βασίλειο». Αν δεν δεχτεί, από καρδίας, στο επίπεδο της καρδιάς, να θυσιάσει το μονάκριβο γιο του, θα χάσει την έμπνευση φυλακισμένος στον ίδιο του τον πύργο, στα έργα των χειρών του.
Αναγκαίος ο κόπος της ανοικοδόμησης, εξίσου αναγκαίος ο κόπος και ο πόνος της κατεδάφισης. Όποιος καταφέρνει να επιστρέφει στο «μηδέν», όποιος φροντίζει να εξολοθρεύει τα «παιδιά» του, θα συνεχίσει να βασιλεύει. Αν ο ζωγράφος θαυμάζει τον πρώτο πίνακα που έκανε δεν θα ξανακάνει άλλον εμπνευσμένο, απλά θα αντιγράφει τον εαυτό του. Αν ο γράφων ηδονίζεται να διαβάζει ξανά και ξανά τα γραπτά του δεν πρόκειται να ξανακούσει το τζίνι να του ψιθυρίζει. Θα τελματώσει.
Η λατρεία του έργου του, ο αυτοθαυμασμός, ο ναρκισσισμός του δημιουργού, δεν είναι ηθικώς κακόν, είναι στρατηγικά λάθος, φτωχαίνει, μέχρι και στερεύει την έμπνευση, μαραίνει τη δημιουργικότητα.