Ομιλία του Ben Dunlap στο TED (Technology-Τεχνολογία, Entertainment-Ψυχαγωγία, Design-Σχεδίαση):
O Ben Dunlap μιλάει για μια ζωή γεμάτη πάθος
Ιανουάριος 2008
Μετάφραση Dimitris Kantalis
Επανεξέταση Papoutsis Panayiotis
«... Ο Sandor Teszler ... είχε γεννηθεί στα 1903 στα μέρη της παλιάς Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας, που αργότερα αποτέλεσαν τη Γιουγκοσλαβία. Δεν τον έκαναν παρέα σαν παιδί επειδή εκ γενετής είχε και τα δυο του πόδια παραμορφωμένα. Νεαρός παρακολούθησε το εμπορικό γυμνάσιο στη Βουδαπέστη. Συνδύαζε την εξυπνάδα με τη σεμνότητα, κι είχε πολλές επιτυχίες. Μετά την αποφοίτησή του, όταν ασχολήθηκε με την υφαντουργία, η επιτυχία του συνεχίστηκε. Έχτιζε το ένα εργοστάσιο μετά το άλλο. Παντρεύτηκε κι έκανε δυο γιούς. Είχε υψηλά ιστάμενους φίλους που τον διαβεβαίωναν πως η συμβολή του στην οικονομία ήταν σημαντική.
Κάποτε, βάσει των οδηγιών που ο ίδιος είχε δώσει, τον κάλεσε ο νυχτοφύλακας άγρια μεσάνυχτα σε ένα από τα εργοστάσιά του. Ο νυχτοφύλακας είχε τσακώσει έναν εργαζόμενο να κλέβει κάλτσες - ήταν καλτσοβιομηχανία, κι αυτός είχε παρκάρει το φορτηγό με την όπισθεν στο χώρο φόρτωσης και φτυάριζε βουνά από κάλτσες. Ο κ. Τέζλερ κατέβηκε στο εργοστάσιο κι κοιτώντας τον κλέφτη κατάματα του είπε, Μα γιατί με κλέβεις; Αν χρειάζεσαι χρήματα, απλώς ζήτησέ τα." Ο νυχτοφύλακας, βλέποντας πού πήγαινε η κατάσταση και νιώθοντας όλο και πιο αγανακτισμένος είπε, " Λοιπόν, δεν ειδοποιούμε την αστυνομία;" Αλλά ο κ. Τέζλερ απάντησε, "Μπα, δε χρειάζεται. Δε θα μας ξανακλέψει."
δεν έφυγε για καιρό αφότου έγινε το ναζιστικό Άνσλους (ένωση με τη Γερμανία) στην Αυστρία, κι ακόμη αφού ξεκίνησαν οι συλλήψεις κι οι απελάσεις στη Βουδαπέστη. Η μοναδική του προφύλαξη ήταν να βάλει κάψουλες με κυάνιο σε μενταγιόν που είχαν στο λαιμό τους ο ίδιος κι η οικογένειά του. Και να που μια μέρα έγινε κι αυτό. Τον πιάσανε μαζί με την οικογένειά του, και τους πήγαν για εκτέλεση κάπου στο Δούναβη. Εκείνο τον καιρό που εξολοθρεύονταν οι Εβραίοι στην Ευρώπη, η κτηνωδία γινόταν με τα χέρια- δέρναν τους ανθρώπους έως θανάτου και πέταγαν τα πτώματα στο ποτάμι- αλλά κανείς από όσους έμπαιναν στο σπίτι του θανάτου δεν είχε βγει ποτέ ζωντανός. Και πώς γυρνάνε τα πράματα, που ούτε σε ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ δε συμβαίνει, και ο Γκαουλάιτερ που έκανε κουμάντο στο βάρβαρο ξυλοδαρμό ήταν αυτός ο ίδιος ο κλέφτης που είχε κλέψει τις κάλτσες από την καλτσοβιομηχανία του κ. Τέζλερ. Ο ξυλοδαρμός ήταν κτηνώδης. Και κάπου μέσα σ' αυτήν την κτηνωδία, ένας από τους γιους του κ. Τέζλερ, ο Αντρέα, σήκωσε το βλέμμα του κι είπε, " Μπαμπά, μήπως είναι η ώρα να πάρουμε την κάψουλα τώρα;" Κι ο Γκαουλάιτερ, που αργότερα χάνεται από την ιστορία αυτή, έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του κ. Τέζλερ, "Όχι, μη την πάρετε την κάψουλα. Έρχεται βοήθεια." Και κατόπιν συνέχισε το ξυλοφόρτωμα.
Αλλά η βοήθεια - που ήταν καθ' οδόν, και λίγο αργότερα ένα αυτοκίνητο έφτασε από την Ελβετική πρεσβεία. Ξαναβρήκαν τη ζωή τους σε ασφαλές μέρος. Φτιάξανε καινούρια χαρτιά σαν Γιουγκοσλάβοι πολίτες και κατάφεραν να γλυτώνουν την τελευταία στιγμή από τους διώκτες τους σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, επιβιώνοντας από πυρκαγιές και βομβαρδισμούς, κι όταν τέλειωσε ο πόλεμος, κι από τη σύλληψη από τους Σοβιετικούς. Πιθανόν ο κ. Τέζλερ να είχε κάποια χρήματα σε Ελβετικές τράπεζες, γιατί κατάφερε και πήγε την οικογένειά του πρώτα στη Μ. Βρετανία, μετά στο Λονγκ Άιλαντ, και κατόπιν στην καρδιά της υφαντουργίας στον Αμερικάνικο Νότο, που, η τύχη τα έφερε, να είναι το Σπάρταμπεργκ, στη Νότια Καρολίνα: το μέρος οπου βρίσκεται το Κολλέγιο Wofford. Κι εκεί ο κ. Τέζλερ ξεκίνησε πάλι από το μηδέν, και γι άλλη μια φορά διέπρεψε, ιδίως όταν εφεύρε μια τεχνική για την κατασκευή ενός νέου υφάσματος που λεγόταν διπλή ύφανση.
6:57
Και τότε - στα τέλη της δεκατίας του '50, στον απόηχο της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων στα σχολεία όταν ξαναφούντωνε η Κλαν σ' όλο το Νότο, ο κ. Τέζλερ είπε, " Αυτά μας τα ξανάπαν." Και φώναξε τον υπάλληλο που είχε δεξί του χέρι και τον ρώτησε, "Πού νομίζεις, στα μέρη αυτά, είναι η φωλιά του ρατσισμού;" "Δεν είμαι εντελώς βέβαιος, κ. Τέζλερ. Φαντάζομαι ότι ίσως βρίσκεται στο Κινκς Μάουντεν." "Ωραία. Αγόρασε για την εταιρία μια έκταση στο Κινκς Μάουντεν, και μετά να ανακοινώσεις πως θα στήσουμε ένα σπουδαίο εργοστάσιο εκεί." Ο υπάλληλος έκανε ό,τι του είπαν, και λίγο αργότερα ο κ. Τέζλερ δέχτηκε την επίσκεψη του λευκού δημάρχου του Κινκς Μάουντεν. Τώρα, καλό είναι να ξέρετε πως εκείνο τον καιρό στην υφαντουργία στο Νότο οι φυλετικές διακρίσεις ήταν στο φόρτε τους. Ο λευκός δήμαρχος επισκέφτηκε τον κ. Τέζλερ και του είπε, "Κύριε Τέζλερ, πιστεύω πως θα προσλάβετε πολλούς λευκούς εργάτες." Ο κ. Τέζλερ του είπε, " Φέρε μου τους καλύτερους εργάτες που θα βρεις, κι αν αξίζουν, θα τους προσλάβω." Δέχτηκε επίσης επίσκεψη από τον ηγέτη της μαύρης κοινότητας, ένα πάστορα, που του είπε, "Κύριε Τέζλερ, θέλω να ελπίζω πως πρόκειται να προσλάβετε κάποιους μαύρους εργάτες σ' αυτό σας το εργοστάσιο." Πήρε κι αυτός την ίδια απάντηση: "Φέρε μου τους καλύτερους εργάτες που θα βρεις, κι αν αξίζουν, θα τους προσλάβω." Και πως έγινε και ο μαύρος πάστορας δούλεψε καλύτερα από το λευκό δήμαρχο, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Ο κ. Τέζλερ προσέλαβε 16 άνδρες, οκτώ λευκούς κι οκτώ μαύρους.
8:20
Αυτοί θα ήταν το φυτώριό του, οι αυριανοί του επιστάτες. Είχε εγκαταστήσει το βαρύ εξοπλισμό για τη νέα του τεχνική σε μια παρατημένη αποθήκη κοντά στο Κινκς Μάουντεν, και για δυο μήνες αυτοί οι 16 άντρες θα ζούσαν και θα δούλευαν μαζί, ενώ θα μάθαιναν την καινούρια τεχνική. Τους μάζεψε όλους αφού τους έκανε ένα γύρο στις εγκαταστάσεις και τους ρώτησε αν είχαν να κάνουν τίποτα ερωτήσεις. Επικράτησε κάποια διστακτικότητα κι ακούστηκαν αοριστολογίες, κι έπειτα ένας λευκός εργάτης βγήκε μπροστά και είπε, "Ε, λοιπόν. Ρίξαμε μια ματιά στο χώρο - κι έχει ένα μόνο μέρος για ύπνο, ένα μόνο μέρος για φαγητό, υπάρχει μόνο μια τουαλέτα, υπάρχει μια μονάχα βρύση. Τελικά δε θα υπάρχουν διακρίσεις στο εργοστάσιο;" Ο κ. Τέζλερ είπε, "Παίρνετε διπλάσιο μεροκάματο από οποιονδήποτε άλλο εργάτη υφαντουργίας στα μέρη μας, κι αυτός είναι ο τρόπος που δουλεύουμε εμείς. Υπάρχει άλλη ερώτηση;" "Όχι, νομίζω πως όχι." Και δυο μήνες αργότερα, όταν άνοιξε το κεντρικό εργοστάσιο κι εκατοντάδες νέοι εργάτες, λευκοί και μαύροι, συνέρρεαν για να δουν τις εγκαταστάσεις για πρώτη φορά, συναντούσαν τους 16 επιστάτες, λευκούς και μαύρους, να στέκονται ο ένας πλάι στον άλλο. Τους έκαναν ξενάγηση στους χώρους και τους ρωτούσαν αν είχαν απορίες. Και αναπόφευκτα, προέκυψτε το ίδιο ερώτημα: "Τελικά, σε αυτό το εργοστάσιο δεν υπάρχουν διακρίσεις;" Ένας από τους λευκούς επιστάτες βγήκε μπροστά και είπε, "Παίρνετε διπλάσιο μεροκάματο από οποιονδήποτε άλλο εργάτη με την ίδια απασχόληση στα μέρη μας κι εμείς εδώ έτσι δουλεύουμε. Υπάρχει άλλη ερώτηση;"
9:42
Και δεν ξαναρώτησε κανείς. Με μια γρήγορη κίνηση, ο κ. Τέζλερ κατάργησε τις διακρίσεις στην υφαντουργία στα μέρη αυτά του Νότου. Ήταν ένα επίτευγμα εφάμιλλο του Μαχάτμα Γκάντι, που έγινε με τη σπιρτάδα ενός δικηγόρου και τον ιδεαλισμό ενός αγίου. Στα ογδόντα του, ο κ. Τέζλερ, έχοντας αποσυρθεί από την υφαντουργία, υιοθέτησε το Κολλέγιο Wofford- παρακολουθώντας τα μαθήματα κάθε εξαμήνου. Και, μιας και είχε την τάση να φιλάει οτιδήποτε έβλεπε να κινείται, κι έτσι τον φώναζαν με το χαϊδευτικό προσωνύμιο Όπι- που θα πει παππούς στα Μαγυάρικα- όλοι αδιακρίτως. Ήδη προτού πάω εγώ εκεί, η βιβλιοθήκη του κολλεγίου είχε πάρει το όνομα του κ. Τέζλερ, κι αφού έφτασα στα 1993, η σχολή αποφάσισε να τιμήσει τον ευατό της αναγορεύοντας τον κ. Τέζλερ Καθηγητή του Κολλεγίου. Εν μέρει επειδή σε εκείνο το σημείο είχε ήδη παρακολουθήσει όλα τα μαθήματα που είχε η λίστα, αλλά κυρίως επειδή ξεχώριζε ολοφάνερα για τη σοφία του από όλους μας.
Λίγο καιρό πριν το θάνατο του ίδιου του κ. Τέζλερ στην ηλικία των 97, με άκουσε να μιλάω εκτενώς για την ανθρώπινη διαφθορά. Έκανα μια διάλεξη όπου περιέγραψα την ιστορία σε γενικές γραμμές σαν ένα παλλοιριακό κύμα ανθρώπινου πόνου και κτηνωδίας, κι ο κ. Τέζλερ με πλησίασε κατόπιν κι επιτιμώντας με ευγενικά μου είπε, "Ξέρετε, Δόκτορα, οι άνθρωποι κατά βάση είναι καλοί." Κι έδωσα όρκο στον εαυτό μου, επιτόπου, πως αν αυτός ο άνθρωπος που είχε κάθε λόγο να σκέφτεται διαφορετικά είχε καταλήξει σ αυτό το συμπέρασμα, δε θα τολμούσα να έχω διαφορετική άποψη μέχρι ο ίδιος να με απαλλάξει από τον όρκο μου. Τώρα είναι νεκρός, επομένως εξακολουθώ να είμαι δεμένος με τον όρκο μου.
αυτό που αποκάλυπταν οι δυο άντρες ήταν το μυστικό της ασυνήθιστης επιτυχίας τους, ο καθένας από τη δική του σκοπιά. Κι αυτό βρισκόταν σε εκείνη την ακόρεστη περιέργεια, την ακατανίκητη επιθυμία να αποκτήσουν γνώση, ανεξαρτήτως αντικειμένου, ανεξαρτήτως του κόστους, ακόμα και την ώρα που αυτοί που ρυθμίζουν τις τύχες μας είναι έτοιμοι να ποντάρουν στο ότι οι άνθρωποι δεν θα υπάρχουν για να φαντάζονται οτιδήποτε το έτος 2100, λιγότερο από 93 χρόνια από τώρα. "Ζήσε την κάθε σου μέρα ωσάν να είναι η τελευταία σου," έλεγε ο Μαχάτμα Γκάντι. "Μάθαινε ωσάν να πρόκειται να μην πεθάνεις ποτέ." Αυτό είναι που με παθιάζει. Ακριβώς αυτό το πράγμα. Είναι αυτή η δίψα για μάθηση κι εμπειρία που είναι ακόρεστη κι ακαταμάχητη, όσο κωμική, όσο εσωτερική, όσο ανατρεπτική κι αν φαίνεται.
Ολόκληρο το κείμενο των υπότιτλων: http://www.ted.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου