Ομιλία της Elizabeth Gilbert (Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ) στο TED (Technology-Τεχνολογία, Entertainment-Ψυχαγωγία, Design-Σχεδίαση)
με τίτλο:
«Η φευγαλέα δημιουργική ιδιοφυΐα σας»
Φεβρουάριος 2009
Μετάφραση Spyros Kasimatis
Επανεξέταση Panagiota Chatziioannou
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ από την ομιλία της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ:
Είμαι συγγραφέας. ... Κάτι παράξενο μου συνέβη πρόσφατα στη ζωή και στη καριέρα μου ... έγραψα πρόσφατα ένα βιβλίο με τίτλο «Eat, Pray, Love» το οποίο σε αντίθεση με τα προηγούμενα βιβλία μου, είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο, ... και έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ. Με αποτέλεσμα όπου κι αν βρεθώ να με αντιμετωπίζουν σαν καταδικασμένη. ... Με πλησιάζουν όλο ανησυχία και μου λένε: «Δεν φοβάσαι μήπως δεν μπορέσεις ποτέ να κάνεις κάτι καλύτερο;», «Δεν φοβάσαι ότι θα συνεχίσεις να γράφεις όλη σου τη ζωή αλλά δεν θα ξαναμπορέσεις να γράψεις ένα βιβλίο που να ενδιαφέρει οποιονδήποτε στον κόσμο, ποτέ ξανά;» ... Και στην εφηβεία μου όταν έλεγα ότι θα γίνω συγγραφέας συνάντησα την ίδια τρομοκρατημένη αντίδραση. Μου λέγανε: «Δεν φοβάσαι μήπως δεν κάνεις ποτέ επιτυχία;» «Δεν φοβάσαι ότι η ταπείνωση και η απόρριψη θα σε σκοτώσουν;» ... Η απάντηση μου ήταν: «Ναι, τα φοβάμαι όλα αυτά». ...
Όμως αυτό που απασχολεί τώρα τελευταία σχετικά με το γράψιμο είναι, γιατί ... τι είναι αυτό, ιδιαίτερα στα δημιουργικά επαγγέλματα, που μας κάνει να ανησυχούμε για την ψυχική υγεία μας; Γιατί οι συγγραφείς έχουμε κάπως τη φήμη ότι είμαστε αλκοολικοί, μανιο-καταθλιπτικοί ... και όχι μόνο οι συγγραφείς, αλλά οι δημιουργικοί άνθρωποι σε όλα τα είδη φαίνεται ότι έχουν αυτή τη φήμη, ότι είναι εντελώς ασταθείς ψυχολογικά. ... η δημιουργικότητα και το μαρτύριο συνδέονται εσωτερικά και η καλλιτεχνία οδηγεί πάντα στην αγωνία. ... Προσπάθησα να βρω πως κάποιες απόψεις βοηθάνε δημιουργικούς ανθρώπους να διαχειριστούν τους εγγενείς συναισθηματικούς κινδύνους της δημιουργικότητας. Η έρευνα μου με οδήγησε στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη.
Η Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ, Αμερικανίδα συγγραφέας, γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1969 στο Waterbury του Κονέκτικατ. Έγινε γνωστή το 2006 με το βιβλίο της «Eat, Pray, Love» (Φάε, Προσευχήσου, Αγάπησε), το οποίο έγινε Best Seller και παρέμεινε στη λίστα Best Seller των New York Times από την άνοιξη του 2006 μέχρι τον Οκτώβριο του 2008. Τον Αύγουστο του 2010, το βιβλίο της αυτό, γυρίστηκε σε ταινία (Eat, Pray, Love) με πρωταγωνίστρια την Τζούλια Ρόμπερτς. Μεγάλωσε στο πατρικό της σπίτι (ο πατέρας της ήταν χημικός μηχανικός και η μητέρα της νοσοκόμα), σε ένα απομονωμένο αγροτόσπιτο, χωρίς γείτονες και χωρίς τηλεόραση. Πηγή: Wikipedia Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο New York University. Μετά το Πανεπιστήμιο, πέρασε αρκετά χρόνια ταξιδεύοντας σε όλη τη χώρα, εργαζόμενη σε μπαρ, εστιατόρια και αγροκτήματα, συλλέγοντας εμπειρίες. Το 2000 εξέδωσε την πρώτη της νουβέλα. Η Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ ζει σε αγροικία του Νιου Τζέρσεϊ με το σύζυγό της, τον κήπο της, και πολλά κατοικίδια ζώα. WebSite: http://www.elizabethgilbert.com/Έργα της: |
Στην αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Ρώμη δεν πιστεύανε ότι η δημιουργικότητα πηγάζει από τα ανθρώπινα όντα. Πιστεύανε ότι η δημιουργικότητα ήταν ένα θείο υπηρετικό πνεύμα που έφτανε στους ανθρώπους από κάποια μακρινή, άγνωστη προέλευση, για μακρινούς και άγνωστους λόγους. Οι Έλληνες αποκαλούσαν αυτά τα θεία υπηρετικά πνεύματα της δημιουργικότητας «δαίμονες». Ο Σωκράτης πίστευε ότι είχε ένα δαίμονα που του δίδασκε τη σοφία εξ αποστάσεως. Οι Ρωμαίοι είχαν την ίδια άποψη αλλά ονόμαζαν αυτό το ασώματο δημιουργικό πνεύμα ευφυΐα (genius-τζίνιους). Οι Ρωμαίοι δεν πίστευαν ότι μία ιδιοφυία ήταν ένα πολύ έξυπνο άτομο. Πίστευαν ότι η ευφυΐα ήταν μια μαγική θεϊκή οντότητα, που ζούσε κυριολεκτικά μέσα στους τοίχους, στο εργαστήριο του καλλιτέχνη, κάτι σαν το ξωτικό του σπιτιού και έβγαινε και βοηθούσε αόρατα τον καλλιτέχνη στη δουλειά του και διαμόρφωνε το αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής.
Λοιπόν, θαυμάσια, να η απόσταση, η ψυχολογική κατασκευή που σε προστατεύει από τα αποτελέσματα της δουλειάς σου. Και όλοι το ήξεραν ότι έτσι συμβαίνει. Ο αρχαίος καλλιτέχνης λοιπόν ήταν προστατευμένος από ορισμένα πράγματα, όπως από τον πολύ ναρκισσισμό, ας πούμε. Αν η δουλειά σου ήταν εξαιρετική δεν μπορούσες να δεχτείς ολόκληρο τον έπαινο, όλοι ήξεραν ότι σε είχε βοηθήσει το ασώματο τζίνι. Κι αν η δουλειά σου ήταν για τα μπάζα, δεν έφταιγες κι απόλυτα. Όλοι ήξεραν ότι το τζίνι σου ήταν ανεπαρκές, ας πούμε. Κάπως έτσι έβλεπαν τη δημιουργικότητα στη Δύση για μεγάλη περίοδο της ιστορίας.
Κι έπειτα ήρθε η Αναγέννηση και όλα άλλαξαν. Είχαμε τη φαεινή ιδέα να βάλουμε το άτομο στο κέντρο του σύμπαντος, πάνω από θεούς και μυστήρια, και χάθηκε ο χώρος για μυστικές υπάρξεις που δέχονται οδηγίες από το θεϊκό. Είναι η αρχή του ορθολογικού ουμανισμού, και ο κόσμος άρχισε να πιστεύει ότι η δημιουργικότητα πηγάζει εξ ολοκλήρου από το άτομο. Και για πρώτη φορά στην ιστορία, οι άνθρωποι αρχίζουν να λένε πως ο ίδιος ο καλλιτέχνης είναι ιδιοφυΐα (τζίνιους), αντί να λένε ότι έχει ένα τζίνι (τζίνιους). Τεράστιο λάθος, πρέπει να σας ομολογήσω. Όταν το απλό άτομο αρχίζει να πιστεύει ότι είναι το σκεύος, το δοχείο, η ουσία και η πηγή κάθε θείου, δημιουργικού, αιώνιου μυστηρίου, αναλαμβάνει υπερβολική ευθύνη για μια εύθραυστη ανθρώπινη ψυχή. Είναι σαν να λες σε κάποιον να καταπιεί τον ήλιο. Τσαλακώνει και παραμορφώνει εντελώς τις προσωπικότητες και γεννά όλες αυτές τις ασυμμάζευτες προσδοκίες για απόδοση. Νομίζω ότι αυτή η πίεση σκοτώνει τους καλλιτέχνες εδώ και 500 χρόνια.
Το ερώτημα είναι τι κάνουμε τώρα; Μπορούμε να πράξουμε διαφορετικά; Ίσως να επιστρέψουμε στην αρχαία αντίληψη για τη σχέση μεταξύ ανθρώπων και μυστηρίου της δημιουργικότητας; Ίσως να μην μπορούμε να διαγράψουμε έτσι απλά 500 χρόνια ορθολογικής ανθρωπιστικής σκέψης με μια ομιλία 18 λεπτών. Υπάρχουν, μάλλον, πολλοί στο κοινό που θα είχαν όντως θεμιτές επιστημονικές ενστάσεις για την αντίληψη, ότι νεράιδες τρέχουν πίσω από τους ανθρώπους περιχύνοντας με νεραϊδόζουμο τα έργα τους κ.λπ. Ίσως να μη συμφωνήσετε εντελώς μαζί μου. Η ερώτηση όμως που θέλω να θέσω είναι: «Γιατί να μην το σκεφτούμε έτσι;» Γιατί στέκει όσο και όποια άλλη εξήγηση έχω ποτέ ακούσει για την εξωφρενική δυστροπία της δημιουργικής διαδικασίας. Μια διαδικασία, που όπως ξέρει κάθε άνθρωπος που έχει προσπαθήσει να δημιουργήσει κάτι, δεν εξελίσσεται πάντα ορθολογικά. Ορισμένες φορές μάλιστα δίνει την αίσθηση του αφύσικου.
Συνάντησα πρόσφατα την εξαιρετική Αμερικανίδα ποιήτρια, Ρουθ Στόουν, που είναι τώρα στα 90 της, αλλά έγραφε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, και μου είπε ότι όταν ήταν μικρή στην αγροτική Βιρτζίνια, δούλευε στα χωράφια, και ένοιωθε ..., άκουγε ... το ποίημα να της έρχεται από μακριά. «Ήταν σαν ανεμοθύελλα», μου είπε, και έπεφτε πάνω της από το τοπίο γύρω της, και το ένιωθε να έρχεται, γιατί κουνιόταν η γη κάτω από τα πόδια της. Ήξερε ότι το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει εκείνη τη στιγμή ήταν να τρέξει σαν τρελή. Και έτρεχε σαν τρελή στο σπίτι της και την κυνηγούσε από πίσω το ποίημα, και το θέμα ήταν να πιάσει ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι, αρκετά γρήγορα, ώστε όταν άστραφτε και βρόνταγε μέσα της, να το μαζέψει και να το χώσει πάνω στο χαρτί. Άλλες φορές δεν ήταν αρκετά γρήγορη, κι έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε, αλλά δεν έφτανε στο σπίτι έγκαιρα και το ποίημα κυλούσε από μέσα της και το έχανε. Και υπήρχαν περιπτώσεις που παραλίγο να το χάσει. Καθώς έτρεχε στο σπίτι και έψαχνε για χαρτί και το ποίημα την προσπερνούσε, άρπαζε το μολύβι ακριβώς εκείνη τη στιγμή που την διαπερνούσε και ήταν σαν να άπλωνε το άλλο χέρι και να το τσάκωνε στον αέρα. Το έπιανε από την ουρά και το τραβούσε πάλι μέσα στο σώμα της και το μετέγραφε στο χαρτί. Σε αυτές τις περιπτώσεις το ποίημα έβγαινε στο χαρτί άψογο και άθικτο, αλλά ανάποδα, από την τελευταία λέξη προς την πρώτη.
Κάπως έτσι είναι και η δικιά μου δημιουργική διαδικασία. Απλώς, είμαι ένα μουλάρι, και ο τρόπος που πρέπει να δουλέψω είναι ότι πρέπει να σηκωθώ την ίδια ώρα κάθε μέρα, και αρκετά αδέξια να ιδρώσω και να κουραστώ και να τρέξω όλη μέρα. Αλλά ακόμα και μέσα στη μουλαροσύνη μου, το έχω αγγίξει αυτό το πράγμα, ορισμένες φορές. Κι εγώ είχα δουλειά και ιδέες που μου κατέβηκαν από κάποια πηγή που πραγματικά δεν μπορώ να εντοπίσω. Ποια άραγε είναι αυτή; Και πώς να αποκτήσουμε μια σχέση μαζί της χωρίς να μας κάνει να χάσουμε τα μυαλά μας, αλλά, ακριβώς το αντίθετο, να μας κρατήσει νηφάλιους;
Το καλύτερο σύγχρονο παράδειγμα που ξέρω για το πώς μπορεί να γίνει αυτό είναι ο μουσικός Τομ Γουέιτς, που του πήρα συνέντευξη εδώ και αρκετά χρόνια για κάποιο περιοδικό. Μιλούσαμε γι’ αυτό, και, ξέρετε, ο Τομ, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ήταν η ενσάρκωση του τυραννισμένου σύγχρονου καλλιτέχνη, που προσπαθεί να ελέγξει, να διαχειριστεί και να κυριαρχήσει πάνω σ’ αυτές τις ανεξέλεγκτες δημιουργικές επιθυμίες που ήταν εντελώς εσωτερικευμένες. Όσο μεγάλωνε ηρεμούσε, και μια μέρα ενώ οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο στο Λος Άντζελες, όλα αλλάξανε στη ζωή του. Εκεί που έτρεχε, λοιπόν, εντελώς ξαφνικά, του ήρθε ένα μικρό μελωδικό κομμάτι, μέσα στο κεφάλι, μια έμπνευση, φευγαλέα και προκλητική, και τη θέλει, είναι πανέμορφη, την επιθυμεί, αλλά δεν μπορεί να την πιάσει. Δεν έχει μαζί του χαρτί, δεν έχει μολύβι, δεν έχει μαγνητόφωνο. Αρχίζει λοιπόν να νιώθει όλο αυτό το άγχος να φουσκώνει μέσα του: «πάει χάθηκε», «θα με κυνηγάει για πάντα», «δεν είμαι αρκετά καλός», «δεν μπορώ» ... Αντί όμως να τον πιάσει πανικός, απλά σταμάτησε. Σταμάτησε όλη αυτή την αλυσίδα των σκέψεων κι έκανε κάτι εντελώς καινούργιο. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και είπε: «Συγνώμη, δεν βλέπεις ότι οδηγώ; Σου φαίνεται ότι μπορώ να γράψω τραγούδι αυτή τη στιγμή; Αν πραγματικά θέλεις να υπάρξεις, έλα κάποια καλύτερη στιγμή όταν θα μπορώ να σου αφιερώσω χρόνο. Αλλιώς, πήγαινε να ενοχλήσεις κανέναν άλλο. Πήγαινε να ενοχλήσεις τον Λέοναρντ Κοέν». Μετά από αυτό, όλη του η δημιουργική διαδικασία άλλαξε. Όχι η δουλειά, η δουλειά ήταν συχνά τόσο σκοτεινή όσο ήταν πάντα. Η διαδικασία, όμως, η αβάσταχτη αγωνία της αποφορτίστηκε ...
Μετά από αυτή την ιστορία άρχισε να μετατοπίζεται λίγο και ο δικός μου τρόπος δουλειάς, και ήδη με έχει σώσει μια φορά. Με έσωσε όταν καθώς έγραφα το «Eat, Pray, Love», και είχα πέσει στο πηγάδι της απελπισίας, σ’ αυτό που πέφτουμε όλοι όταν προσπαθούμε κάτι και δεν έρχεται και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε ότι θα είναι μεγάλη καταστροφή, θα είναι το χειρότερο βιβλίο όλων των εποχών, όχι απλώς κακό, αλλά το χειρότερο όλων των εποχών. Και άρχισα να σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να το παρατήσω ... Τότε θυμήθηκα τον Τομ που μίλαγε στον ουρανό και το δοκίμασα. ... Κοίταξα στην άδεια γωνία του δωματίου και είπα δυνατά: «Κοιτά, ξέρουμε και οι δύο μας ότι αν το βιβλίο δεν βγει εξαιρετικό δεν θα φταίω μόνο εγώ, έτσι; Διότι βλέπεις ότι δίνω όλο μου το είναι, δεν έχω άλλο να δώσω. Αν λοιπόν το θες καλύτερο, τότε φανερώσου να βάλεις κι εσύ ένα χεράκι. Εντάξει; Αν όμως δεν έρθεις, ξέρεις κάτι; Να πάει στο διάολο. Θα συνεχίσω να γράφω έτσι κι αλλιώς γιατί είναι η δουλειά μου. Και θα ήθελα να γραφτεί στα πρακτικά ότι σήμερα παρουσιάστηκα για το δικό μου μέρος της δουλειάς».
Αιώνες πριν, όταν μαζευόταν ο κόσμος για ιερούς χορούς και μουσική στο φως της σελήνης που κρατούσαν ώρες κι ώρες, ως την αυγή. Και οι χορευτές ήταν επαγγελματίες ... όμως πολύ σπάνια, κάτι γινόταν και κάποιος από τους καλλιτέχνες αυτούς γινόταν όντως υπερφυσικός. ... Σαν να σταματούσε το χρόνος, ο χορευτής περνούσε μέσα από κάτι σαν πύλη και ενώ δεν έκαμνε τίποτα διαφορετικό απ’ ότι έκαμνε τις προηγούμενες 1.000 νύχτες, όλα έρχονταν σε αρμονία. Και ξαφνικά, παύει να φαίνεται απλά ανθρώπινος. Λάμπει από μέσα του, φωτίζεται από κάτω και λαμπαδιάζει από θεϊκότητα. Όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε, ο κόσμος το αναγνώριζε, και το έλεγε με το όνομά του. Ενώνανε τα χέρια τους και άρχιζαν να ψάλλουν, «Αλλάχ, Αλλάχ, Αλλάχ, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου». Είναι ο Θεός. ... Όταν οι Μαυριτανοί εισέβαλαν στη νότιο Ισπανία, έφεραν και αυτή τη συνήθεια μαζί τους και η προφορά άλλαξε δια μέσου των αιώνων κι έγινε από «Αλλάχ, Αλλάχ, Αλλάχ», «Ολέ, ολέ, ολέ» που ακόμα ακούγεται ... Στην Ισπανία, όταν ο καλλιτέχνης κάνει κάτι αξεπέραστο και μαγικό, «Αλλάχ, ολέ, ολέ, Αλλάχ, θαυμάσιο, μπράβο ... μια ματιά του Θεού». Και πολύ σωστά, γιατί το χρειαζόμαστε. Τα δύσκολα όμως έρχονται το επόμενο πρωί, για τον ίδιο τον χορευτή, όταν ξυπνά και ανακαλύπτει ότι είναι Τρίτη, 11 η ώρα και δεν είναι πια μια ματιά του Θεού. Είναι ένας θνητός που γερνάει και του πονάνε τα γόνατα, και ίσως δεν θα ανεβεί ποτέ ξανά σε αυτό το ύψος. Κανείς ίσως πια δεν θα ψάλλει το όνομα του Θεού καθώς θα φέρνει βόλτες, και τι θα απογίνει στο υπόλοιπο της ζωής του; Είναι σκληρό. Είναι ο πιο οδυνηρός συμβιβασμός σε μια δημιουργική ζωή.
Δεν χρειάζεται όμως τόση αγωνία. Αν εξ αρχής δεν πίστευες ότι οι πιο εξαιρετικές πλευρές της ύπαρξης σου προέρχονται από σένα τον ίδιο, ίσως αν πιστέψεις ότι σου τις έχει δανείσει μια πηγή που σου είναι αδύνατον να την φανταστείς για ένα υπέροχο διάστημα της ζωής σου για να τις μεταβιβάσεις, όταν τελειώσεις, σε κάποιον άλλο. Αν το σκεφτούμε έτσι, ξέρετε, όλα αρχίζουν να αλλάζουν.
Αυτό που επαναλαμβάνω στον εαυτό μου όταν «μου τη δίνει», είναι, «μη φοβάσαι, μη σε πιάνει δέος, κάνε τη δουλειά σου, συνέχισε να εμφανίζεσαι για το δικό σου μερίδιο, όποιο κι αν είναι αυτό. Αν η δουλειά σου είναι να χορεύεις, χόρευε. Αν το θεϊκό αποφασίσει να αφήσει το θαύμα να φανεί, για μια στιγμή μέσω των κόπων σου, τότε, “Ολέ!” Κι αν όχι, εσύ χόρευε, ούτως ή άλλως, και “ολέ” σε σένα, έτσι κι αλλιώς. “Ολέ” σε σένα, έτσι κι αλλιώς, μόνο και μόνο για την απλή ανθρώπινη αγάπη και το πείσμα να συνεχίζεις να εμφανίζεσαι». Ευχαριστώ.
Ολόκληρο το κείμενο των υπότιτλων: http://www.ted.com
«Ο Ουρανός και η Γη, δουλειά δεν είχανε, παιδιά κάνανε ... Να, λοιπόν γεννοβόλημα ο Ουρανός, αλλά όσο γένναγε δεν τάβλεπε καλά τα πράγματα. ... Ο Ουρανός τα μυριζότανε. Τούτα τα σκατόπαιδα, κάποτε θα του κάνουνε κανά χουνέρικαι τόνε ρίξουνε ... τα πέταγε, λοιπόν, στα έγκατα της γης και τάφηνε κει πέρα να μην του χαλάνε τη μανέστρα.
Η Γαία, όμως, μάνα ήτανε και της κακοφαινότανε να γεννάει ασταμάτητα και να μην έχει παιδί δίπλα της. Είδε κι απόειδε, φαίνεται βαρέθηκε και τον Ουρανό, όλο τα ίδια και τα ίδια, έπιασε και σκάρωσε ένα μεταλλικό δρεπάνι ... και πήγε κι αντάμωσε τα παιδιά της.
- Ξέρετε τι θα του κάνω αυτουνού;
- Θα του κόψω ... «πάσαν πατρότητος ελπίδα» ...
Φρικιάσανε τα παιδιά, «όχι, δεν γίνονται τέτοια», πετάχτηκε όμως ο νεώτερος, ο Κρόνος, και λέει, «Εγώ».
Τα συμφωνήσανε μάνα και γιος, κι ένα βράδυ ... ο Κρόνος, του έκοψε ότι ήτανε να κοπεί. ... Ο Ουρανός δεν πέθανε μ’ όλη τη λαχτάρα πούπαθε ... άλλα ο Κρόνος έγινε Βασιλεύς ... και πήρε τη Ρέα για γυναίκα του.
Ο Κρόνος και το Ρεάκι αρχίσανε κι αυτοί την παιδοποιΐα. ... Αλλά ο Κρόνος δεν ήτανε κορόιδο να τα ρίχνει στον Τάρταρο τα παιδιά. Σου λέει, Τάρταρος είναι αυτός. Ξέρω ‘γω, μη βρεθεί κάνα δρεπάνι και βγει κάνας μούλος και μου ανάψει δουλειές ...
Μόλις γεννιόντουσαν, λοιπόν, φώναζε τη γυναίκα του:
- Γεννήσατε μανδάμ;
- Ναι.
- Φέρτο να το δω κι εγώ.
Τόφερνε η Ρέα τυλιγμένο το μωρό, άνοιγε το στόμα του ο Κρόνος και το ... κατάπινε.
Ό,τι πάθαινε η Γαία, τα πάθαινε και χειρότερα η Ρέα. Στεναχωριότανε, λοιπόν, πολύ, κι άμα ξανάμεινε έγκυος, πάει στους γονείς της.
- Τι θα γίνει; Θα μου το φάει κι αυτό.
- Να πας να γεννήσεις στη Κρήτη. Της λέει ο πατέρας της. Πάει στην Κρήτη η Ρέα, γεννάει, κρύβει το παιδί, μετά παίρνει μια θεοκοτρώνα, την τυλίγει στις φασκιές και το πάει του Κρόνου.
- Θα το φάτε;
- Αμ τι θα το κάνω;
- Καλή όρεξη.
Καταπίνει την κοτρώνα ο Κρόνος και του κάθησε στο στομάχι ...
- Καλά έκανα και τον έφαγα, αυτός θάβγαινε σκληρός.
Το παιδί το λέγανε Δία και μεγάλωσε κρυφά στην Ίδη ...
Μεγάλωνε ο Δίας με γάλα και με νέκταρ, γινότανε δυνατός και θαρραλέος, τίποτα δεν λογάριαζε παρά μόνο πώς να πάρει την εξουσία από τον μπαμπά του, τον γέρο Κρόνο.
Σηκώθηκε, λοιπόν, το Διάκι, να πα να τα βάλει με τον πατέρα του. Η Γαία, σαν μάνα, τον κανακάρη της υποστήριζε.
- Παραιτείσαι με το καλό, υπέρ του υιού υμών, Κύριε;
- Δεν φταίει κάνας άλλος. Φταίω εγώ που δεν τον κατάπια.
Είχε καταπιεί όμως τ’ άλλα του παιδιά και ο Ζευς προμηθεύτηκε εμετικό.
Κοιμότανε ο Κρόνος με ανοιχτό το στόμα. Ζυγώνουνε, στις άκρες των ποδιών με τη Γαία και του χύνουν το φάρμακο στον καταπιώνα του. ... Τάβγαλε όλα. Πρώτα τη πέτρα ... και μετά τα παιδιά του. Φυσικά τα παιδιά, θεοί ήτανε, δεν είχανε πεθάνει, και πήγανε στο αδελφάκι τους τον ελευθερωτή.
- Εσύ μας έβγαλες, να σε κάνουμε αρχηγό μας.
Ζορίστηκε κι ο Κρόνος με όλες του τις φύτρες εναντίον του ... απεσύρθη της εξουσίας και έμεινε ιδιωτεύων».
(Νίκου Τσιφόρου, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, εκδ. Ερμής 1986, σελ. 9-40).
Ο Ουρανός και ο Κρόνος ξεπάστρευαν τα τέκνα τους για να μην χάσουν το βασίλειο τους. Ο Αγαμέμνωνας θυσίασε τη κόρη του την Ιφιγένεια για να πάνε καλά οι δουλειές των Αχαιών. Κι ο Αβραάμ καλέστηκε να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο του.
Το νόημα της θυσίας του Αβραάμ έγκειται εις το ότι ούτος εν τω γήρατι αυτού, τοσούτον προσεκολλήθη εις τον «κατ’ επαγγελίαν υιόν» αυτού Ισαάκ, ώστε η προς τον Θεόν αγάπη αυτού απώλεσε το πλήρωμα αυτής. Ίνα και πάλιν η προς τον Θεόν αγάπη αποβή ο «ακρογωνιαίος λίθος» της ζωής αυτού, ο Αβραάμ ώφειλε να προσφέρη θυσίαν: να σφαγιάση τον ηγαπημένον υιόν. Ότε όμως εσωτερικώς συνετελέσθη η πράξις αύτη τότε ο θάνατος του Ισάακ δεν ήτο αναγκαίος: Ηδύνατο ούτος να παραμείνη πλησίον του πατρός αυτού.
Δεν είναι δυνατόν να μη αγαπώμεν τον κόσμον, αλλ’ όταν η έλξις προς τον αυτόν υπερβαίνη την αγάπην ημών προς τον Θεόν, τότε οφείλομεν να ανεύρωμεν εν εαυτοίς δυνάμεις και να μιμηθώμεν τον Αβραάμ: Να λάβωμεν εις τας χείρας πυρ και μάχαιραν και να προσφέρωμεν ως θυσίαν παν πολύτιμον εις ημάς, χάριν του θριάμβου της αγάπης του Θεού εν ημίν (βλ. Γέν. κβ’ 6).
(Αρχιμ. Σωφρονίου, ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ, σελ. 383, 159).
Το ίδιο ακριβώς πρότυπο ισχύει και για την σχέση κάθε δημιουργού με τα δημιουργήματα του, με τα έργα των χειρών, με τα «παιδιά» του. Ο δημιουργός, για να μη χάσει τη δημιουργικότητα του, για να μη στερέψει η έμπνευση μέσα του, για να μην χάσει το «βασίλειο» του, για να μην απολέσει τον «δαίμονα» του, το τζίνι του, πρέπει να εξολοθρεύει τα παιδιά του, τα έργα των χειρών ή του μυαλού του, πρέπει να απελευθερώνεται από το μέχρι πρότινος έργο του. Αν αφήνει τα «παιδιά» του να «ζουν», θα του ρημάξουν το «βασίλειο». Αν δεν δεχτεί, από καρδίας, στο επίπεδο της καρδιάς, να θυσιάσει το μονάκριβο γιο του, θα χάσει την έμπνευση φυλακισμένος στον ίδιο του τον πύργο, στα έργα των χειρών του.
Αναγκαίος ο κόπος της ανοικοδόμησης, εξίσου αναγκαίος ο κόπος και ο πόνος της κατεδάφισης. Όποιος καταφέρνει να επιστρέφει στο «μηδέν», όποιος φροντίζει να εξολοθρεύει τα «παιδιά» του, θα συνεχίσει να βασιλεύει. Αν ο ζωγράφος θαυμάζει τον πρώτο πίνακα που έκανε δεν θα ξανακάνει άλλον εμπνευσμένο, απλά θα αντιγράφει τον εαυτό του. Αν ο γράφων ηδονίζεται να διαβάζει ξανά και ξανά τα γραπτά του δεν πρόκειται να ξανακούσει το τζίνι να του ψιθυρίζει. Θα τελματώσει.
Η λατρεία του έργου του, ο αυτοθαυμασμός, ο ναρκισσισμός του δημιουργού, δεν είναι ηθικώς κακόν, είναι στρατηγικά λάθος, φτωχαίνει, μέχρι και στερεύει την έμπνευση, μαραίνει τη δημιουργικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου